Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διασχίζω το πλήθος

  • 1 пробраться

    пробраться διασχίζω, περνώ; \пробраться сквозь толпу διασχίζω το πλήθος
    * * *
    διασχίζω, περνώ

    пробра́ться сквозь толпу́ — διασχίζω το πλήθος

    Русско-греческий словарь > пробраться

  • 2 прорезать

    -режу, -режешь
    ρ.σ.μ.
    1. κόβω• κόβω κουμπότρυπες. || τρυπώ κόβοντας•

    прорезать скэ.-терть κόβω το τραπεζομάντηλο.

    2. διασχίζω•

    молния -ла небо η αστραπή διέσχισε τον ουρανό•

    железная дорога -ла лес η σιδηροδρομική γραμμή διέσχισε το δάσος (πέρασε μέσα από το δάσος).

    || αυλακώνω (για ρυτίδες ουλές).
    3. κόβω (για ένα χρον. διάστημα).
    1. φύομαι, βγαίνω, σκάζω (για δόντια).
    2. διεισδύω, διασχίζω•

    прорезать сквозь толпу διασχίζω το πλήθος.

    3. αυλακώνω (για ρυτίδες).
    ρ.δ.
    βλ. прорезать (1, 2 σημ.).
    βλ. прорезаться (1, 2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > прорезать

  • 3 пробрать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. πρό•

    пробрать бранный, βρ: -бран, -а, -о.

    1. (για ψύχος)• δυναμώνω, σφίγγω, πιάνω γερά...
    μτφ. κυριεύομαι, με πιάνει•

    его -ал страх τον έπιασε φόβος•

    е -ла дрожь την έπιασε τρεμούλα.

    2. μαλώνω, κατσαδιάζω• επιτιμώ.
    3. βοτανίζω, ξεχορταριάζω.
    4. φτιάχνω χωρίστρα (στηνκόμη).
    1. προχωρώ με δυσκολία (ανάμεσα από εμπόδια), διασχίζω με δυσκολία διεισδύω•

    пробрать сквозь толпу διασχίζω το πλήθος.

    2. εισδύω, εισχωρώ κρυφά•

    воры -лись в дом οι κλέφτες μπήκαν στο σπίτι.

    Большой русско-греческий словарь > пробрать

  • 4 пробираться

    пробираться
    несов προχωρώ (или περνώ) ἀνάμεσα, διασχίζω μέ κόπο:
    \пробираться сквозь толпу́ ἀνοίγω δρόμο ἀνάμεσα στό πλήθος.

    Русско-новогреческий словарь > пробираться

См. также в других словарях:

  • διασχίζω — (AM διασχίζω) 1. διχοτομώ, διατέμνω 2. σχίζω ή διαπερνώ σ όλη την έκταση νεοελλ. διατρέχω απ άκρου σ άκρο («διέσχισε το πλήθος», «ο Δούναβις διασχίζει την Κεντρική Ευρώπη») αρχ. μέσ. 1. (για στρατιώτες) χωρίζομαι, ξεκόβω από την ομάδα 2.… …   Dictionary of Greek

  • μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»